- ἐπιχορηγήσῃς
- ἐπιχορηγέωsupplyaor subj act 2nd sgἐπιχορηγέωsupplyaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδελφάτο — Κατά την τουρκοκρατία, έτσι ονομαζόταν η παραχώρηση από μια μονή μιας ετήσιας επιχορήγησης σε τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, κρασί, τυρί και όσπρια) σε όποιον της κατέβαλε εφάπαξ ένα ποσό ή της χάριζε ένα κτήμα. Σήμερα, α. ονομάζεται η επιτροπή… … Dictionary of Greek